- πυνθάνομαι
- πυνθάνομαι 1. справляться о чем, спрашивать; 2. разг. узнавать πυνθάνομαι , πεύσομαι , ἐπυθόμην, πέπυσμαι
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
πυνθάνομαι — learn pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… … Dictionary of Greek
πυνθάνεσθε — πυνθάνομαι learn pres imperat mp 2nd pl πυνθάνομαι learn pres ind mp 2nd pl πυνθάνομαι learn imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυνθάνῃ — πυνθάνομαι learn pres subj mp 2nd sg πυνθάνομαι learn pres ind mp 2nd sg πυνθάνομαι learn pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέπυσθε — πυνθάνομαι learn perf imperat mp 2nd pl πυνθάνομαι learn perf ind mp 2nd pl πυνθάνομαι learn plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπυσμέναι — πυνθάνομαι learn perf part mp fem nom/voc pl πεπυσμένᾱͅ , πυνθάνομαι learn perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπυσμένον — πυνθάνομαι learn perf part mp masc acc sg πυνθάνομαι learn perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπυσμένων — πυνθάνομαι learn perf part mp fem gen pl πυνθάνομαι learn perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπύσμεθα — πυνθάνομαι learn perf ind mp 1st pl πυνθάνομαι learn plup ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευσομένων — πυνθάνομαι learn fut part mid fem gen pl πυνθάνομαι learn fut part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευσόμενον — πυνθάνομαι learn fut part mid masc acc sg πυνθάνομαι learn fut part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)